- δυσφήμιση
- ηβλ. δυσφήμηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek
ρετσινιά — η, Ν [ρετσίνι] 1. (παλαιότερα) δερμάτινο έμπλαστρο αλειμμένο με ρητίνη που δεν ξεκολλούσε εύκολα 2. κηλίδα, λεκές από ρετσίνι 3. δυσφήμιση, συκοφαντία από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί κανείς εύκολα («τού κόλλησαν τη ρετσινιά τού ψεύτη») … Dictionary of Greek
σουσουριάρης — ο, θηλ. σουσουριάρα, Ν αυτός που τού αρέσει να δυσφημεί τους άλλους, να δημιουργεί σκάνδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούσουρο «θόρυβος, δυσφήμιση» + κατάλ. ιάρης (πρβλ. σκανδαλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
σούσουρο — το, Ν 1. ψίθυρος 2. υπόκωφος θόρυβος 3. μτφ. α) δυσφήμιση, διασυρμός β) σκάνδαλο («έγινε μεγάλο σούσουρο γύρω από το όνομά της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sussurro] … Dictionary of Greek
συκοφαντικός — ή, ό / συκοφαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [συκοφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «συκοφαντική… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — δυσφήμηση, η και δυσφήμιση, η διάδοση κακόβουλης φήμης, διαβολή, συκοφαντία: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι του έκαναν δυσφήμηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρετσινιά — η κηλίδα από ρετσίνι· μτφ., δυσφήμιση, συκοφαντία: Του κόλλησαν τη ρετσινιά πως στην Κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυμβωρυχία — η 1. άνοιγμα και κλέψιμο τάφου, σύληση τάφου. 2. μτφ., δυσφήμιση νεκρού ή και εκμετάλλευση της δράσης του από ζωντανούς για κάποιο σκοπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)